Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
| Κατάθλιψη Η | Υποφέρω από χρόνια κατάθλιψη. |
| Μελαγχολία | |
| Παρεξήγηση Η Ουσιαστικό | Δεν γνώριζε καλά τη γλώσσα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία μικρή παρεξήγηση. |
| Να μην αντιλαμβάνομαι σωστά | |
| Μοναξιά Η Ουσιαστικό | Μετά το θάνατο της γυναίκας του, αισθανόταν μεγάλη μοναξιά. |
| Το να είμαι μόνος | |
| Συμπαθώ Ρήμα | Δεν τον συμπαθούσε γιατί συνεχώς της φώναζε. |
| Να μου αρέσει κάποιος | |
| Εμπειρία Η Ουσιαστικό | Έχει πολλά χρόνια εμπειρία στον τομέα της νοσηλευτικής. |
| Ό,τι έχει ζήσει ένας άνθρωπος | |
| Εξοικειώνομαι Ρήμα | Δεν είχε ακόμη εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου. |
| Νιώθω άνετα με κάτι | |
| Νοσταλγία Η Ουσιαστικό | Ένιωθε νοσταλγία για την πατρίδα της όπου έμενε η οικογένειά της. |
| Το να μου λείπει κάτι | |
|
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |
