Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
| αφεντικό Το Ουσιαστικό Τα αφεντικά | Το αφεντικό της ήταν πολύ καλό και της συμπαραστάθηκε αρκετά όταν έχασε το σύζυγό της |
| ένα άτομο υπεύθυνο για μια επιχείρηση ή ένα εργοστάσιο | |
| έλεγχος Ο Ουσιαστικό Οι έλεγχοι | Λόγω της καρδιακής προσβολής, έπρεπε να μετράει καθημερινά την πίεση της |
| η διαδικασία του να εξετάζω κάτι ως προς την ακρίβεια, την ποιότητα ή την κατάστασή του | |
| νόστιμο επίθετο | Το φαγητό που έφτιαξε για το κυριακάτικο τραπέζι ήταν πολύ νόστιμο |
| εξαιρετικά ευχάριστο στη γεύση | |
| εργοστάσιο Το Ουσιαστικό Τα εργοστάσια | Κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής εκδρομής, το σχολείο επισκέφτηκε ένα εργοστάσιο σοκολάτας |
| ένα κτίριο ή σύνολο κτιρίων όπου κατασκευάζεται ένα προϊόν | |
| λίγοι επίθετο | Επειδή οι εξετάσεις ήταν πολύ δύσκολες, πολύ λίγοι μαθητές έγραψαν καλά |
| ένας μικρός αριθμός από | |
| διορθώνω Ρήμα | Το κουδούνι χτύπησε και δεν πρόλαβε να διορθώσει το λάθος του |
| επισκευάζω ή επιδιορθώνω | |
| ακολούθως επίρρημα | Έπεσε από τη σκάλα και, ακολούθως, έσπασε το χέρι του |
| που έρχεται έπειτα από κάτι ή ως αποτέλεσμα | |
| μηχανή Η Ουσιαστικό Οι μηχανές | Το αυτοκίνητο σταμάτησε καθώς είχε βλάβη η μηχανή του |
| μια συσκευή που χρησιμοποιεί μηχανική ισχύ και έχει πολλά μέρη και λειτουργία | |
| μύλος Ο Ουσιαστικό Οι μύλοι | Πήγαν μέχρι το μύλο του χωριού για να αλέσουν το σιτάρι |
| ένα μηχάνημα για μια συγκεκριμένη διαδικασία παρασκευής | |
| προσωπικός επίθετο | Κλείδωνε το προσωπικό της ημερολόγιο με ένα κλειδάκι για να μη μάθει κανείς τα μυστικά της |
| που ανήκει ή επηρεάζει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και όχι οποιονδήποτε άλλο | |
| διαδικασία Η Ουσιαστικό Οι διαδικασίες | Τον άγχωνε αρκετά η διαδικασία της συνέντευξης |
| μια σειρά από ενέργειες ή μέτρα που λαμβάνονται για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος | |
| αρνούμαι Ρήμα | Ο αεροπειρατής αρνήθηκε να παραδοθεί |
| αναφέρω ότι δεν είμαι διατεθειμένος να κάνω κάτι | |
| επισκευάζω Ρήμα | Επισκεύασε τη μηχανή του στο συνεργείο και τώρα δουλεύει μια χαρά |
| αποκαθιστώ μια βλάβη σε κάτι που είναι ελαττωματικό ώστε να μπορεί να δουλέψει | |
| πλαστικό Το Ουσιαστικό Τα πλαστικά | Το κάλυμμα ήταν πλαστικό και δεν μπόρεσε να το διαπεράσει η βροχή |
| μια σκληρή ουσία που λαμβάνεται από κάποιο τροπικό φυτό | |
| σχολείο Το Ουσιαστικό Τα σχολεία | Στο σχολείο απέκτησε πολύ καλούς φίλους |
| ένα ίδρυμα για την εκπαίδευση των παιδιών | |
| αργός επίθετο | Έπειτα από το ατύχημα, περπατούσε με πολύ αργό ρυθμό |
| μετακινούμαι ή λειτουργώ με χαμηλή ταχύτητα | |
| ταλαιπωρία Η Ουσιαστικό | Μετά από το ατύχημα, πέρασε μεγάλη ταλαιπωρία με την ασφαλιστική εταιρεία |
| δυσκολίες ή με προβλήματα | |
| λάστιχο Το Ουσιαστικό Τα λάστιχα | Το λάστιχο του ποδηλάτου του έσκασε από το καρφί που υπήρχε στο δρόμο |
| ένα ελαστικό κάλυμμα φουσκωμένο και τοποθετημένο γύρω από έναν τροχό | |
| λαχανικά Τα Ουσιαστικό | Η μεσογειακή διατροφή είναι βασισμένη περισσότερο στα λαχανικά |
| ένα φυτό ή μέρος του φυτού που χρησιμοποιείται ως τροφή, όπως το λάχανο, η πατάτα, το φασόλι κ.λπ. | |
|
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |
