Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
| μενού Το Ουσιαστικό | Τι έχει το μενού σήμερα; Σούπα και σάντουιτς! |
| κατάλογος πιάτων | |
| πρωινό Το Ουσιαστικό | Για πρωινό τρώω γάλα με δημητριακά. |
| το φαγητό που τρώτε το πρωί | |
| γεύμα Το Ουσιαστικό Τα γεύματα | Απόψε θα έχουμε ένα ωραίο γεύμα: πατάτες με κρέας και λαχανικά. |
| το φαγητό κάθε πρωί, μεσημέρι και βράδυ | |
| δείπνο Το Ουσιαστικό | Αντί για δείπνο, σήμερα θα φάμε σάντουιτς. |
| γεύμα που τρώμε το βράδυ | |
| επιδόρπιο Το Ουσιαστικό | Το αγαπημένο μου επιδόρπιο είναι το παγωτό. |
| κάτι νόστιμο που τρώμε μετά από ένα γεύμα | |
| αναψυκτικό Το Ουσιαστικό Τα αναψυκτικά | Στην καφετέρια μπορείτε να αγοράσετε καφέ, κέικ και άλλα αναψυκτικά. |
| κάτι νόστιμο για να πιείτε ανάμεσα στα γεύματα | |
| καφετέρια Η Ουσιαστικό Οι καφετέριες | Το απόγευμα τρώει πάντα σπαγγέτι στην κοντινή του καφετέρια. |
| ένα εστιατόριο όπου μπορείτε να πιείτε κάτι | |
| τραπεζαρία Η Ουσιαστικό Οι τραπεζαρίες | Στο διάλειμμα τα παιδιά τρώνε σάντουιτς στην τραπεζαρία. |
| μέρος σε ένα σχολείο ή κέντρο φροντίδας όπου μπορείτε να φάτε | |
| ετοιμάζω τραπέζι έκφραση | Στο δείπνο, η Μάρθα ετοιμάζει το τραπέζι με τα καλά της πιάτα και μαχαιροπήρουνα. |
| βάζω τα πιάτα, τα μαχαίρια και τα ποτήρια στο τραπέζι | |
| βρίσκομαι Ρήμα | Το πρωί θα βρίσκομαι στην καφετέρια για να φάω το πρωινό μου. |
| είμαι σε μία δεδομένη θέση | |
| σηκώνω το τραπέζι έκφραση | Μετά το δείπνο σηκώστε το τραπέζι. Έτσι, εγώ θα μπορώ να πλύνω τα πιάτα. |
| σηκώνω τα πιάτα και ποτήρια από το τραπέζι | |
| πείνα Η Ουσιαστικό | Με την πείνα που έχω, θα φάω όλο το φαγητό μου. |
| έχω ανάγκη για τροφή | |
| τμήμα Το Ουσιαστικό Τα τμήματα | Τμήμα του ποσού το έδωσα σε μετρητά |
| ορισμένο ποσό από κάτι | |
| νόστιμο επίθετο | Μου αρέσει να τρώω κέικ, γιατί είναι πολύ νόστιμο! |
| κάτι που έχει ωραία γεύση | |
| ικανοποιημένος επίθετο | Δεν θέλω να φάω άλλο, είμαι ικανοποιημένος. |
| να μην θέλω κάτι άλλο | |
| τρώω Ρήμα | Έχει φάει δέκα σάντουιτς από το πρωί |
| βάζω το φαγητό στο στόμα μου | |
| κολατσίζω Ρήμα | Η Μαρία θέλει να κολατσίσει, αλλά ο σύζυγός της δεν πεινάει. |
| τρώω κάτι μικρό | |
| απολαμβάνω Ρήμα | Πάντα απολαμβάνω το καλό κρασί. |
| μου αρέσει να κάνω κάτι | |
| γεύση Η Ουσιαστικό Οι γεύσεις | Οι τηγανητές πατάτες έχουν πολύ ωραία γεύση. |
| η αίσθηση που αφήνει κάποιο φαγητό | |
| ψωμί Το Ουσιαστικό | Το ψωμί τελείωσε, μπορείς να πας στο φούρνο; |
| τρόφιμα που αγοράζουμε στο φούρνο (που είναι φτιαγμένα από αλεύρι και νερό) | |
| μαρμελάδα Η Ουσιαστικό Οι μαρμελάδες | Κάθε πρωί πίνω τσάι, και τρώω ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα |
| διατηρημένα φρούτα (μίγμα φρούτων και ζάχαρης) | |
| σούπα Η Ουσιαστικό Οι σούπες | Στο γηροκομείο τρώνε σούπα κάθε απόγευμα. |
| μίγμα νερού και λαχανικών ή / και κρέας | |
| μπέικον Το Ουσιαστικό | Ο μάγειρας τηγανίζει το μπέικον στο τηγάνι. |
| ένα στρώμα λίπους μεταξύ του δέρματος και της σάρκας χοίρων | |
| κροκέτες Οι Ουσιαστικό | Οι τηγανητές πατάτες με κροκέτες είναι το αγαπημένο μου φαγητό. |
| πατάτες τηγανητές με τριμμένη φρυγανιά πάνω | |
| φασόλια Τα Ουσιαστικό | Μου αρέσουν πολύ τα φασόλια, όπως τα φασολάκια και τα ξερά φασόλια. |
| φρούτα με σπόρους που μπορείτε να φάτε | |
| ομελέτα Η Ουσιαστικό | Ετοίμασα μία πολύ νόστιμη ομελέτα. |
| αυγά χτυπημένα που τηγανίζουμε | |
| πουτίγκα βανίλιας Η Ουσιαστικό | Το μενού περιλαμβάνει δύο επιδόρπια: τιραμισού και πουτίγκα βανίλιας. |
| ένα γλυκό φτιαγμένο από γάλα και βανίλια | |
| γλυκό Το Ουσιαστικό | Το γλυκό επειδή κλείνει το στομάχι το τρώμε μετά το φαγητό. |
| με τη γεύση της ζάχαρης | |
| κρέας Το Ουσιαστικό Τα κρέατα | Οι χορτοφάγοι δεν τρώνε κρέας. |
| το μαλακό τμήμα μεταξύ των οστών και του δέρματος σε ανθρώπους και ζώα | |
| τρυφερός επίθετο | Το τρυφερό κρέας είναι πολύ ζουμερό και μαλακό. |
| μαλακός | |
| σκληρός επίθετο | Το κρέας ψήθηκε για πολύ ώρα και έτσι έγινε πολύ σκληρό. |
| δύσκολο να κοπεί ή να το δαγκώσουμε | |
| κόβω Ρήμα | Η μητέρα του κόβει το κρέας σε μικρά κομμάτια για το μωρό της. |
| σε μικρά κομμάτια με ένα μαχαίρι | |
| καφές Ο Ουσιαστικό | Θα πιω τον καφέ μου με λίγο γάλα. |
| ρόφημα με νερό και κόκκους καφέ | |
| τσάι Το Ουσιαστικό | Το τσάι προέρχεται από την Κίνα, αλλά τώρα είναι διαδεδομένο σε όλο τον κόσμο. |
| ένα ζεστό ρόφημα από αποξηραμένα φύλλα τσαγιού και νερό | |
| νερό Το Ουσιαστικό | Αν δεν πίνετε νερό, θα πάθετε αφυδάτωση. |
| ένα υγρό άοσμο και άχρωμο που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε | |
| φλυτζάνι Το Ουσιαστικό Τα φλυτζάνια | Θα ήθελα ένα ζεστό φλυτζάνι καφέ, παρακαλώ. |
| ένα αντικείμενο όπου μπορούμε να πιούμε καφέ ή τσάι | |
| πίνω Ρήμα | Διψάω πολύ, θέλω να πιω ένα ποτήρι νερό. |
| αφήνω ένα υγρό να περάσει από το στόμα στο σώμα μου | |
| αναπηρική καρέκλα Η Ουσιαστικό | Η κα Παναγιώτα καθόταν σε μία αναπηρική καρέκλα, γιατί είχε σπάσει το πόδι της. |
| μία καρέκλα με ρόδες για να κάθεται κάποιος που δεν μπορεί να περπατήσει | |
| δεξιά | Κλώτσησε την μπάλα προς τα δεξιά, για να μπει γκολ |
| προς το δεξί μας χέρι | |
| εξοικειώνομαι (με) Ρήμα | Δεν τον γνώριζα καλά και μου ήταν δύσκολο να εξοικειωθώ με τη συμπεριφορά του |
| μιλάω/ γνωρίζομαι με κάποιον που δεν ξέρω καλά | |
| θόρυβος Ο Ουσιαστικό | Είχε πολλή φασαρία στο μάθημα και δεν μπορούσα να ακούσω τον δάσκαλο |
| φασαρία | |
|
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |
