Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
| πλένω Ρήμα | Η νοσοκόμα πλένει τον ένοικο. |
| σκουπίζω με νερό (και σαπούνι ή/ και σαμπουάν) | |
| φρεσκάρομαι Ρήμα | Μετά από ένα κουραστικό ταξίδι, μπορείτε να φρεσκαριστείτε στο μπάνιο. |
| πλένομαι λίγο | |
| μπάνιο Το Ουσιαστικό | Ο κος Μάριος πλένεται στο μπάνιο. |
| το δωμάτιο όπου υπάρχει μπανιέρα (ή ντους) | |
| νιπτήρας Ο Ουσιαστικό | Η κυρία Ελισάβετ πλένει τα δόντια της στο νεροχύτη. |
| νεροχύτης | |
| λουτρό Το Ουσιαστικό | Η κυρία Ελισάβετ κάνει μπάνιο στο λουτρό. |
| τουαλέτα, το δωμάτιο όπου κάνουμε μπάνιο | |
| θερμοκρασία Η Ουσιαστικό | Πάνω από ποια θερμοκρασία έχει ένα άτομο πυρετό; |
| ρυθμός θερμότητας μίας ουσίας ή ενός ατόμου | |
| ξεχειλίζω Ρήμα | Το νερό στο νεροχύτη ξεχείλισε. |
| ρέει κάτι πάνω από την κορυφή | |
| πετσέτα Η Ουσιαστικό | Πάρτε την πετσέτα σας όταν θα πάτε για κολύμπι. |
| ένα πανί με το οποίο σκουπίζετε το σώμα σας | |
| στεγνώνω Ρήμα | Ο κος Μάριος στεγνώνει τα μαλλιά του με πιστολάκι. |
| αφαιρώ την υγρασία | |
| σαπούνι Το Ουσιαστικό | Ο κος Μάριος πάντα πλένετε με σαπούνι. |
| προϊόν που καθαρίζει το σώμα | |
| σαμπουάν Το Ουσιαστικό | Να βεβαιωθείτε ότι δεν έχει μπει σαμπουάν στα μάτια σας. |
| προϊόν που καθαρίζει τα μαλλιά | |
| βουρτσίζω τα δόντια Ρήμα | Βουρτσίζετε τα δόντια σαςδύο φορές την ημέρα; |
| καθαρισμός των δοντιών με μία βούρτσα | |
| ωτοασπίδες Οι Ουσιαστικό | Αν οι ένοικοι κάνουν πολύ θόρυβο, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ωτοασπίδες. |
| υλικό που βάζαμε στα αυτιά μας στοκολύμπι ή σε περίπτωση ηχορύπανσης | |
| γυαλιά Τα Ουσιαστικό | Ως παιδί πάντα ήθελα να φορώ διακριτικά γυαλιά. |
| τα φοράμε για να προστατεύσουμε τα μάτια μας και να βελτιώσουμε την όρασή μας | |
| κομοδίνο Το Ουσιαστικό | Ο κος Μάριος αφήνει τα γυαλιά του στο κομοδίνο του, πριν τον ύπνο. |
| μικρό τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι | |
| βγάζω Ρήμα | Ο κος Μάριος έβγαλε τα ρούχα του, πριν πάει στο μπάνιο. |
| αφαιρώ | |
| γδύνομαι Ρήμα | Ο κος Μάριος θα γδυθεί μόνος του. |
| βγάζω τα ρούχα μου | |
| βάζω Ρήμα | Να βάλω ένα πουλόβερ ή ένα σακάκι; |
| φοράω | |
| ντουλάπα Η | Μπορείτε να κρεμάσετε πολλά ρούχα στη ντουλάπα σας. |
| γκαρνταρόμπα, εκεί που κρεμάμε ή βάζουμε τα ρούχα μας | |
| εσώρουχα Τα Ουσιαστικό | Ο κος Μάριος φυλάει τα εσώρούχα του στο κάτω μέρος της ντουλάπας. |
| ρούχα που φοράμε μέσα από άλλα | |
| καθαρά επίθετο | Ο κος Μάριος κρεμάει τα καθαρά του ρούχα πάνω στην καρέκλα. |
| τακτοποιημένα | |
| βρώμικος επίθετο | Το κορίτσι πλένει τα βρώμικα χέρια του με σαπούνι. |
| όχι καθαρός | |
| βρακί Το Ουσιαστικό | Το αγοράκι φορούσε ένα χρωματιστό βρακί. |
| ρούχο που φοράμε κάτω από το παντελόνι | |
| σουτιέν Το Ουσιαστικό | Η κα Παναγιώτα φοράει σουτιέν κάτω από την μπλούζα της. |
| στηθόδεσμος | |
| κάλτσες Οι Ουσιαστικό | Το χειμώνα φοράω πάντα ζεστές κάλτσες. |
| ζεστά ρούχα που φοράμε στα πόδια μας | |
| παντόφλες Οι Ουσιαστικό | Ο κος Μάριος προτιμά να φορά τα παπούτσια του από τις παντόφλες. |
| παπούτσια για εσωτερικούς χώρους | |
|
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |
