Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
συμβουλή Η Ουσιαστικό Οι συμβουλές | Εάν δεν μπορείς να επιλύσεις ένα πρόβλημα, ζήτα τη συμβουλή ενός φίλου. |
σύσταση να κάνω κάτι/ άδεια |
παράπονο Το Ουσιαστικό Τα παράπονα | Είχε παράπονα γιατί ο διπλανός ένοικος έκανε πολύ θόρυβο το βράδυ. |
λόγια που λέτε όταν κάτι δεν σας αρέσει |
νοσοκόμα Η Ουσιαστικό Οι νοσοκόμες | Η Μαρία είναι νοσοκόμα και εργάζεται στο νοσοκομείο. |
μία γυναίκα που φροντίζει αρρώστους ως επάγγελμα |
αποδέχομαι Ρήμα | Η Ελένη δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι ο σύζυγος της είναι νεκρός. |
δέχομαι κάτι/ δεν αντιστέκομαι |
Τι συμβαίνει; έκφραση | Τι συμβαίνει, πονάτε πουθενά; |
Τι γίνεται; |
δεν ξέρω τι να κάνω έκφραση | Δεν ξέρω τι να κάνω με αυτό το πρόβλημα, πραγματικά δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω. |
δεν έχω κάποια λύση |
καθησυχάζω Ρήμα | Η Μαρία φοβάται το σκοτάδι, αλλά η μητέρα της προσπαθεί να την καθησυχάσει. |
καλμάρω |
καλώ Ρήμα | Το βράδυ η κα Μαρία δεν αισθανόταν καλά, έτσι κάλεσε τη νοσοκόμα. |
κάποιος σας ζητάει επειγόντως να έρθετε κάπου/ ή να κάνετε κάτι |
πονοκέφαλος Ο Ουσιαστικό | Έχω τρομερό πονοκέφαλο, θα πάω να ξαπλώσω. |
πόνος στο κεφάλι |
ασθένεια Η Ουσιαστικό Οι ασθένειες | Υποφέρω από όλα τα είδη των ασθενειών: πονόλαιμος, ναυτία, πονοκέφαλος. |
αρρώστια |
μυς Ο Ουσιαστικό | Εάν ασκείστε πολύ, μπορεί να έχετε κουρασμένους μύες. |
μέρος του σώματος που σας προκαλεί να έχετε δύναμη και να κινηθείτε |
λοίμωξη του ουροποιητικού Η έκφραση | Εάν έχετε λοίμωξη του ουροποιητικού, έχετε πόνο κατά την ούρηση. |
μόλυνση της ουροδόχου κύστης |
αϋπνία Η Ουσιαστικό Οι αϋπνίες | Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ όλη τη νύχτα. Πραγματικά υποφέρω από αϋπνία. |
αδυναμία να κοιμηθώ |
κρυολόγημα Το Ουσιαστικό Τα κρυολογήματα | Έχω κρυολόγημα, φτερνίζομαι όλη την ώρα και έχω πονόλαιμο. |
όταν έχουμε φτέρνισμα και βήχα |
τεμπέλης | Ο Μάριος είναι τεμπέλης, δεν θέλει καθόλου να δουλέψει. |
δεν θέλω να εργαστώ |
ανήσυχος επίθετο | Το μωρό είναι ανήσυχο και κλαίει όλη την ώρα, αλλά η μαμά του το καθησυχάζει. |
όχι ήσυχος, δεν είμαι ήρεμος |
πιασμένος επίθετο | Χθες περπάτησα 15 μίλια και σήμερα είναι πιασμένοι όλοι οι μύες μου. |
όταν πονάνε οι μύες |
κουρασμένος επίθετο | Οι ένοικοι ήταν πολύ κουρασμένοι από τις πολλές δραστηριότητες στο τέλος της ημέρας. |
δεν μπορώ να κάνω τίποτα |
ράγισμα Το Ουσιαστικό | Έχω ένα ράγισμα στο χέρι και πονάω πολύ. |
χτύπημα αρκετά επώδυνο |
δεν κοιμάμαι έκφραση | Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ χθες το βράδυ, δεν έκλειναν τα μάτια μου. |
δεν έχω ύπνο |
υποφέρω από Ρήμα | Υποφέρω από ιλίγγους. |
πάσχω από κάτι |
ανησυχώ Ρήμα | Ανησυχώ για τη γιαγιά μου, τα βράδια δεν μπορεί να κοιμηθεί. |
σκέφτομαι κάποιον αν είναι καλά |
επιδεινώνω Ρήμα | Επειδή είμαι 70 ετών, η υγεία μου έχει επιδεινωθεί. |
χειροτερεύω |
γείτονας Ο Ουσιαστικό Οι γείτονες | Οι γείτονες όλη την ώρα μαλώνουν, δεν με αφήνουν να ησυχάσω. |
κάποιος που μένει δίπλα σας |
θορυβώδης επίθετο | Μην είστε θορυβώδης, να μιλάτε πιο σιγά για να μην ενοχλείτε. |
όταν κάνω πολύ θόρυβο |
δεν με νοιάζει έκφραση | Δεν με νοιάζει καθόλου τι λένε οι άλλοι για μένα |
κάτι που δεν με πειράζει |
θυμώνω Ρήμα | Αν τα παιδιά δεν αδειάζουν το πιάτο τους, ο πατέρας τους θυμώνει. |
νευριάζω με κάτι |
χάπι Το Ουσιαστικό Τα χάπια | Η Μαρία παίρνει ένα χάπι κάθε βράδυ για το κοιλιακό άλγος. |
ένα φάρμακο που μπορείτε να καταπιείτε |
οξυγόνο Το Ουσιαστικό | Χωρίς οξυγόνο, θα πεθάνουμε. |
ένα αέριο που είναι στον αέρα, απαραίτητο προκειμένου να μείνουμε ζωντανοί |
παυσίπονο Το Ουσιαστικό Τα παυσίπονα | Έχετε πονοκέφαλο; Πάρτε ένα παυσίπονο. |
ένα φάρμακο για τον πόνο |
δραστηριότητα Η Ουσιαστικό Οι δραστηριότητες | Υπάρχουν διάφορες δραστηριότητες στο πρόγραμμα, όπως η βιοτεχνία και το κολύμπι. |
το να έχω μία ασχολία |
βόλτα Η Ουσιαστικό Οι βόλτες | Κάθε Δευτέρα οι ένοικοι κάνουν βόλτα στο δάσος. |
περπατάω για χαλάρωση |
λαμβάνω μέρος Ουσιαστικό | Έχετε λάβει μέρος στις δραστηριότητες που διοργανώνουμε; |
συμμετάσχω |
κάνω καλό έκφραση | Νιώθω πολύ καλύτερα, ο καθαρός αέρας μου έκανε καλό! |
έχω ευεργετική επίδραση σε κάποιον |
κουρτίνα Η Ουσιαστικό Οι κουρτίνες | Το πρωί ανοίγω τις κουρτίνες για να αφήσω το φως του ήλιου να μπει. |
ένα κομμάτι ύφασμα που βάζουμε στο παράθυρο |
πλησιάζω Ρήμα | Τη νύχτα θα τραβήξω τις κουρτίνες, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να κοιτάξει μέσα από το παράθυρο. |
πάω κοντά |
ισιώνω Ρήμα | Αν ισιώσετε το κεφαλάρι του κρεβατιού σας, μπορείτε να καθίσετε σε όρθια θέση. |
βάζω σε ίσια θέση |
ενδιαφέρον Το Ουσιαστικό | Τα ενδιαφέροντά μου είναι το διάβασμα και η τηλεόραση. |
κάτι που σας αρέσει |
μισάνοιχτο επίθετο | Θα έχω το παράθυρο μισάνοιχτο, έτσι ώστε να έχω λίγο φρέσκο αέρα. |
έχω ένα μικρό άνοιγμα |
επιθυμητός επίθετο | Είναι ο επιθυμητός αριθμός συμμετεχόντων στο πρόγραμμα; |
αυτό που θέλω |
Καληνύχτα έκφραση | Καληνύχτα, ελπίζω να κοιμηθήκατε καλά απόψε! |
κάτι που λέμε πριν από τον ύπνο |
πείθω Ρήμα | Είναι χορτοφάγος και κανείς δεν μπορεί να τον πείσει να φάει κρέας. |
λέω επιχειρήματα για να κάνει κάποιος κάτι |
λάμπω Ρήμα | Ο καιρός ήταν καλός. Ο ήλιος έλαμπε όλη την εβδομάδα. |
δίνω φως |
![]() |
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |