Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
| μπορώ Ρήμα | Θα μπορούσα να κολυμπήσω έως την ακτή |
| Δυνατότητα να κάνω κάτι/ είμαι σε θέση | |
| βάζω Ρήμα | Έβαλε τον επίδεσμο πάνω στο τραύμα |
| τοποθετώ σε μία τοποθεσία ή σε ένα τόπο | |
| Ένεση Η Ουσιαστικό Οι ενέσεις | Έχουν στείλει κάποιες ενέσεις για τον πόνο |
| Δράση και αποτέλεσμα της έγχυσης μιας ουσίας | |
| Ινσουλίνη Η Ουσιαστικό | Η ινσουλίνη αποτελεί την θεραπεία για τον διαβήτη |
| Φάρμακα που χρησιμοποιούν αυτή την ορμόνη κατά του διαβήτη | |
| μηρός Ο Ουσιαστικό | Έχει πολύ λεπτό μηρό σε σχέση με το υπόλοιπο πόδι |
| Μέρος του ποδιού από την άρθρωση του ισχίου στο γόνατο | |
| προτιμώ Ρήμα | Θα προτιμούσα να μη ξέρω τίποτα γι' αυτό το συμβάν |
| Δείχνω προτίμηση για ένα πρόσωπο ή πράγμα/ επιλέγω | |
| έντερο Το Ουσιαστικό | Πονάει το έντερό μου, έχω γαστρεντερίτιδα |
| Κοιλότητα του σώματος των σπονδυλωτών που περιέχει τα κύρια όργανα του πεπτικού, των γεννητικών οργάνων, του ουροποιητικού συστήματος/ Κοιλιά | |
| νοιάζομαι Ρήμα | Νοιάζομαι για οτιδήποτε έχει να κάνει με θέματα υγείας |
| Έχει αξία ένα πρόσωπο ή πράγμα για κάτι ή κάποιον | |
| επιθυμητός επίθετο | Είναι επιθυμητό να παραμείνετε σε ακινησία για μερικές ημέρες |
| Που είναι κατάλληλος ή κατάλληλη | |
| περιστρέφω Ρήμα | Η άρθρωση δεν είναι σε θέση να περιστρέφεται, έχει διάστρεμμα |
| Γυρίζω ειδικά γύρω από έναν άξονα | |
| Κάνω ένεση έκφραση | Θα πρέπει να κάνετε την ένεση ινσουλίνης, επειδή έχετε υψηλό επίπεδο σακχάρου στο αίμα |
| Εισαγωγή πεπιεσμένου αέρα, υγρής ή ρευστής μάζας μέσα από μία κοιλότητα του σώματος | |
| προηγούμενος επίθετο | Οι γιατροί που συζήτησαν για τον ασθενή, δεν βρήκαν κάποια θεραπεία για τη νόσο |
| Που προηγείται στο χώρο ή το χρόνο | |
| ημέρα Η Ουσιαστικό Οι ημέρες | Λόγω δουλειάς, μου μένει μόνο μια ημέρα να ξεκουραστώ, η Κυριακή. |
| Χρόνος που κάνει η Γη να περιστραφεί γύρω από τον άξονά της σε περίπου 24 ώρες | |
| πλένω Ρήμα | Θα πρέπει να πλένετε τα χέρια σας κάθε φορά που έχετε τελειώσει την επίσκεψη σε έναν ασθενή |
| Καθαρίζω κάτι με νερό ή άλλο υγρό | |
| χέρι Το Ουσιαστικό Τα χέρια | Βάλτε τα γάντια στα χέρια σας ,για την αποφυγή πιθανών μολύνσεων |
| Άκρο του ανθρώπινου σώματος που πηγαίνει από τον καρπό προς τα δάχτυλα | |
| βελόνα Η Ουσιαστικό Οι βελόνες | Οι βελόνες πρέπει να φτάσουν στο τύμπανο |
| Σωλήνας μικρής διαμέτρου μεταλλική με διαγώνιο κομμένο άκρο συνδεδεμένο με σύριγγα που δίνει ενέσεις | |
| λεπτός επίθετο | Τα γάντια πρέπει να είναι λεπτά, ώστε να μπορεί ο γιατρός να πιάνει τα φάρμακα |
| όχι χοντρό υλικό | |
| ανυπομονώ Ρήμα | Ανυπομονώ να πάνε όλα καλά στην εγχείρηση |
| Περιμένω με αγωνία κάτι που θα συμβεί ή που έχω να κάνω | |
| καθαρίζω Ρήμα | Καθάρισα την πληγή με οινόπνευμα |
| Αφαιρώ τη βρωμιά | |
| έκταση Η Ουσιαστικό Οι εκτάσεις | Οι πληγείσες εκτάσεις είναι αρκετά εκτεταμένες |
| Επιφάνεια που πλαισιώνεται εντός ορισμένων ορίων | |
| βαμβάκι Το Ουσιαστικό | Πρέπει να απολυμάνετε την περιοχή με βαμβάκι |
| Πολύ μαλακό υλικό που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό ενός τραύματος, ή τον καθαρισμό του προσώπου | |
| τσίμπημα Το Ουσιαστικό Τα τσιμπήματα | Η αδερφή μου μού έδωσε ένα τσίμπημα στο μπράτσο και με πόνεσε |
| Αίσθημα πόνου όταν γίνεται η ένεση | |
| ξυπνάω Ρήμα | Ξύπνησα πολύ νωρίς σήμερα για να πάω στη δουλειά |
| Σηκώνομαι το πρωί μετά από ύπνο | |
| δέρμα Το Ουσιαστικό Τα δέρματα | Το δέρμα πρήστηκε από το ατύχημα |
| Εξωτερικό περίβλημα που καλύπτει και προστατεύει τον οργανισμό του ανθρώπου και των ζώων | |
| καρφώνω Ρήμα | Έχει καρφωθεί ένα κρύσταλλο στο πόδι |
| Εισαγωγή αντικειμένου που μοιάζει με καρφί με άσκηση πίεσης | |
| σπρώχνω Ρήμα | Τον έσπρωξε κάτω από τις σκάλες και έπεσε, έχει σπάσει το χέρι του |
| Τεντώνω ένα πράγμα για να το μετακινήσω | |
| έμβολο Το Ουσιαστικό Τα έμβολα | Ένα τμήμα της σύριγγας είναι το έμβολο |
| Κομμάτι που παλινδρομεί εντός μίας αντλίας ή ενός κυλίνδρου μίας μηχανής για την αραίωση ή συμπίεση ενός ρευστού | |
| αφαιρώ Ρήμα | Αφαιρέστε τα τρόφιμα από την κατάψυξη για να ξεπαγώσουν |
| Παίρνω κάτι μακριά από εκεί που ήταν ή το περιεχόμενό του | |
| συνηθίζω Ρήμα | Συνήθισα να είμαι μαζί της, το έχω ανάγκη |
| Έχω συνήθεια να κάνω κάτι | |
| κοιμάμαι Ρήμα | Είναι καλό να κοιμηθούμε νωρίς, για ανάκτηση των δυνάμεων |
| Ξεκουράζομαι, παίρνω έναν ύπνο | |
| υλικό Το Ουσιαστικό Τα υλικά | Είναι κατασκευασμένο από υποαλλεργικό υλικό |
| Στοιχείο που αποτελεί ένα συστατικό σε κάποιες ενώσεις και δεν δημιουργεί αλλεργία | |
|
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |
