Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
κανονίζω Ρήμα | Κανόνισα να πάω μια ημερήσια εκδρομή το επόμενο Σάββατο |
οργανώνω ή κάνω σχέδια |
διαθέσιμος επίθετο | Με ενημέρωσαν ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο ραντεβού για τον συγκεκριμένο οθφαλμίατρο |
μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να έρθει ασθενής (αν πρόκειται για γιατρό) |
βαρετό επίθετο | Η ταινία δεν είχε καθόλου δράση, ήταν πολύ βαρετή |
βαρετός |
φροντιστής Ο Ουσιαστικό φροντιστές | Έπρεπε να βρουν άμεσα έναν φροντιστή, καθώς ο κος Νίκος έπασχε από άνοια |
ένα πρόσωπο που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο ή άτομο που χρειάζεται βοήθεια |
συλλέγω Ρήμα | Η καθηγήτρια ζήτησε από τους μαθητές της να συλλέξουν όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν για το συγκεκριμένο μουσείο |
φέρνω κοντά ή συγκεντρώνω, μαζεύω |
επιβεβαιώνω Ρήμα | Σου τηλεφώνησα για να επιβεβαιώσω το αυριανό μας ραντεβού |
κάνω κάτι πιο συγκεκριμένο |
απόσταση Η Ουσιαστικό αποστάσεις | Πήρε το χάρακα για να μετρήσει την απόσταση ανάμεσα στα δύο σημεία |
το μήκος μεταξύ δύο σημείων |
απολαμβάνω Ρήμα | Πάντα απολαμβάνει το φαγητό στο συγκεκριμένο εστιατόριο |
παίρνω ευχαρίστηση ή απόλαυση από κάποια ενασχόληση |
είσοδος Η Ουσιαστικό είσοδοι | Η είσοδος του μουσείου θα παραμείνει ανοικτή για δύο ώρες ακόμη |
ένα σημείο όπου μπορείς να μπεις σε ένα κτίριο |
έκθεση Η Ουσιαστικό εκθέσεις | Η έκθεση μου φάνηκε άκρως ενδιαφέρουσα |
μια δημόσια επίδεξη έργων τέχνης ή αντικειμένων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον |
περιμένω Ρήμα | Το λεωφορείο άργησε και περίμενα αρκετή ώρα στη στάση |
αναμένω |
βελτιώνω Ρήμα | Παρακολουθώ εντατικά μαθήματα για να βελτιώσω τα αγγλικά μου |
κάνω ή γίνομαι καλύτερος |
συνδέομαι Ρήμα | Ξέχασα τον κωδικό πρόσβασης και δεν μπορώ να συνδεθώ στο συγκεκριμένο πρόγραμμα |
μπαίνω σε ένα πρόγραμμα ή στον υπολογιστή (συνήθως με έναν κωδικό πρόσβασης) |
διατηρώ Ρήμα | Σταμάτησα πρόσφατα τη γυμναστική και δεν μπόρεσα να διατηρήσω τη φόρμα μου |
κρατώ μια καλή κατάσταση ή την ίδια κατάσταση |
μουσείο Το Ουσιαστικό μουσεία | Εντυπωσιάστηκα από το μουσείο που επισκέφτηκα χθες |
ένα κτίριο που έχει αντικείμενα ιστορικής ή πολιτιστικής σημασίας |
επιλογή Η Ουσιαστικό επιλογές | Η επιλογή του εστιατορίου δεν ήταν σωστή |
κάτι που προτιμώ |
εκτέλεση Η Ουσιαστικό εκτελέσεις | Εντυπωσιάστηκα από την εκτέλεση του συγκεκριμένου τραγουδιστή |
παρουσίαση ενός παιχνιδιού ή μιας συναυλίας |
ανακαινίζω Ρήμα | Ανακαίνισε το πατρικό του σπίτι για να μείνει με τη γυναίκα του |
επαναφέρω σε μια καλή κατάσταση |
ξεκινώ Ρήμα | Πάντα ξεκινάω νωρίς για τη δουλειά μου |
αρχίζω κάτι |
κάθομαι Ρήμα | Καθήστε αναπαυτικά στην πολυθρόνα για να μετρήσουμε την πίεση |
μετακινούμαι από όρθια θέση σε καθιστή |
κατάλληλος επίθετο κατάλληλοι | Είχε επιλέξει το κατάλληλο μέρος για να μείνει αφού λάτρευε την εξοχή |
σωστός για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, σκοπό ή κατάσταση |
θέατρο Το Ουσιαστικό θέατρα | Έκλεισα εισιτήρια για το θέατρο σήμερα |
ένα κτίριο ή μέρος όπου παρουσιάζονται έργα για το κοινό |
εισιτήριο Το Ουσιαστικό εισιτήρια | Από τον επόμενο μήνα ακριβαίνουν τα εισιτήρια των λεωφορείων |
ένα κομμάτι χαρτί ή κάρτα που δίνει στον κάτοχο το δικαίωμα εισόδου |
μεταφορά Η Ουσιαστικό μεταφορές | Η μεταφορά του ασθενή έγινε με ασθενοφόρο γιατί είχε χάσει τις αισθήσεις του |
ένα σύστημα ή μέσο για τη μετακίνηση ανθρώπων ή αγαθών από έναν τόπο σε άλλο |
ταξίδι Το Ουσιαστικό ταξίδια | Λατρεύω τα ταξίδια σε άλλες χώρες του κόσμου |
η διαδικασία μετακίνησης σε ένα άλλο μέρος |
εκδρομή Η Ουσιαστικό εκδρομές | Μου άρεσε πολύ η εκδρομή στο βουνό |
ένα ταξίδι, περισσότερο για ευχαρίστηση |
![]() |
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |