Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
| επείγοντα περιστατικά Τα Ουσιαστικό | Το τμήμα επειγόντων περιστατικών είναι γεμάτο από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας με γρίπη |
| τμήμα του νοσοκομείου όπου οι άρρωστοι και οι τραυματίες φροντίζονται γιατί χρειάζονται άμεση ιατρική περίθαλψη | |
| τιμές Οι Ουσιαστικό | Οι τιμές που λαμβάνονται επιβεβαιώνουν το διαγνωστικό αποτέλεσμα αναλυτικά |
| ποσότητα, ο καθορισμός μίας μεταβλητής | |
| ξεπερνώ Ρήμα | Έχετε ξεπεράσει την εξουσία και τα όρια της δικαιοδοσίας σας |
| πηγαίνω έξω από τα όρια | |
| συνήθης επίθετο | Είναι συνήθης αυτή η ασθένεια σε ηλικιωμένους |
| αυτό που γίνεται από συνήθεια, έθιμο ή χρήση | |
| φάρμακο Το Ουσιαστικό Τα φάρμακα | Τα φάρμακα είναι απαραίτητα για παθολογικές ασθένειες |
| χορήγηση μιας ουσίας για τη θεραπεία μιας ασθένειας | |
| επιτυγχάνω Ρήμα | Η εγχείρηση πέτυχε |
| καταφέρνω αυτό που ισχυρίζομαι ή θέλω να κάνω | |
| είσοδος Η Ουσιαστικό Οι είσοδοι | Η είσοδος στο τμήμα των επειγόντων περιστατικών πρέπει να είναι άδεια για να περνούν τα φορεία |
| μέρος από όπου μπορείτε να μπείτε σε ένα χώρο | |
| θεραπεία Η Ουσιαστικό Οι θεραπείες | Οι πιο κατάλληλες θεραπείες για την ασθένεια αυτή γίνεται σε αυτό το νοσοκομείο |
| διαδικασία που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση μίας νόσου | |
| υπέρταση Η Ουσιαστικό | Η υπέρταση αποτελεί κίνδυνο για καρδιαγγειακά προβλήματα |
| υπερβολική αύξηση της αρτηριακής πίεσης | |
| ζαλίζομαι Ρήμα | Ζαλίστηκα από τους πολλούς γύρους |
| νιώθω να γυρνάνε όλα γύρω μου | |
| πονάω Ρήμα | Πονάει το δόντι μου, καλέστε τον οδοντίατρο |
| έχω πόνο σε ένα μέρος του σώματός μου | |
| φύλακας Ο Ουσιαστικό Οι φύλακες | Ζητήστε από τον φύλακα αν μπορούμε να εισέλθουμε στην αίθουσα αναμονής |
| υπεύθυνος παρακολούθησης και υποστήριξης, κυρίως σε δημόσια κτίρια | |
| αποδοχή Η Ουσιαστικό | Ήταν δύσκολη η αποδοχή ότι ο πατέρας του πέθανε |
| δράση και αποτέλεσμα της λήψης, αποδέχομαι κάτι | |
| φοβάμαι Ρήμα | Φοβάμαι ότι είμαι άρρωστος πάλι |
| αισθάνομαι φόβο ή ανησυχία | |
| άρρωστος Ο Ουσιαστικό Οι άρρωστοι | Ο άρρωστος παραμένει ακόμη σε κρίσιμη κατάσταση |
| όταν έχω μια ασθένεια ή πυρετό | |
| εξαρτώμενος επίθετο | Η μητέρα μου δεν μπορεί να είναι μόνη, πρόκειται για ένα εξαρτώμενο άτομο |
| το να βασίζομαι σε κάποιον άλλο | |
| ηλικιωμένος Ο Ουσιαστικό | Οι ηλικιωμένοι μπορεί να έχουν μία καλή ζωή εάν τους φροντίζουν και με την προϋπόθεση ότι δεν αρρωσταίνουν |
| πρόσωπο μεγάλο σε ηλικία | |
| δοκιμή Η Ουσιαστικό Οι δοκιμές | Θα κάνω μερικές δοκιμές για να επιβεβαιωθεί ότι έχω ακόμη δυσανεξία στη λακτόζη |
| εξέταση και πειραματισμός για να ελεχθεί η εύρυθμη λειτουργία ή καταλληλότητα για ένα συγκεκριμένο σκοπό | |
| ειδοποίηση Η Ουσιαστικό Οι ειδοποιήσεις | Έλαβα ειδοποίηση ότι η εγχείρηση θα γίνει πολύ σύντομα |
| αναφορά, ανακοίνωση | |
| δεδομένα Τα Ουσιαστικό | Τα δεδομένα που έχουμε δεν είναι πολύ ενθαρρυντικά |
| ευρείες πληροφορίες που επιτρέπουν την ακριβή γνώση | |
| τρόμος Ο Ουσιαστικό | Όταν έμαθε για την ασθένεια, έπαθε μεγάλο τρόμο |
| ξαφνικό σοκ που προκαλείται από έκπληξη ή φόβο | |
| παρακολουθώ Ρήμα | Επειδή είχε συνεχή παρακολούθηση από το γιατρό, ανάρρωσε γρήγορα από το ατύχημα |
| περιθάλπτω, φροντίζω κάποιον ή κάτι | |
| κάρτα υγείας Η Ουσιαστικό | Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, συνειδητοποίησα ότι είχα αφήσει την κάρτα υγείας μου στην άλλη τσάντα |
| προσωπικό και μη μεταβιβαστικό έγγραφο που πιστοποιεί το δικαίωμα να λάβουν οφέλη για την υγεία, που μπορεί να είναι απαραίτητα, από ιατρική άποψη | |
| εθνική ταυτότητα Η Ουσιαστικό | Μου έκλεψαν το πορτοφόλι μαζί με την ταυτότητα, και πρέπει να πάω στο αστυνομικό τμήμα να βγάλω καινούρια |
| κάρτα που δείχνει τα στοιχεία ενός ατόμου και είναι χαρακτηριστική για κάθε χώρα | |
| έκθεση Η Ουσιαστικό Οι εκθέσεις | Η έκθεση είναι πλήρης και εξηγεί καθαρά την επίδραση του κάθε τι που συμβαίνει |
| σύνολο δεδομένων ή οδηγίες για κάτι ή κάποιον | |
| διάδρομος Ο Ουσιαστικό Οι διάδρομοι | Υπήρχαν τόσοι πολλοί διάδρομοι στον όροφο που χάθηκα |
| μακρύ στενό κομμάτι μέσω του οποίου μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση στις διάφορες αίθουσες του κάθε ορόφου | |
| πάω για ύπνο έκφραση | Πήγα για ύπνο γιατί ήμουν πολύ κουρασμένος |
| πάω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ | |
|
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |
