Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
| κλίση Η Ουσιαστικό Οι κλίσεις | Στα αρχαία τον δυσκόλευαν σε μεγάλο βαθμό οι κλίσεις των ουσιαστικών |
| απότομα καμπυλωμένο ή με γωνία | |
| άνετος επίθετο | Ένιωθε πολύ άνετος καθισμένος στην πολυθρόνα του |
| σωματικά χαλαρός και χωρίς πίεση | |
| μετράω Ρήμα | Της είπα να μετρήσει αντίστροφα από το δέκα |
| απαγγέλλω αριθμούς σε αύξουσα σειρά | |
| διασχίζω Ρήμα | Διέσχισε το δρόμο με πολλή προσοχή |
| περνάω από το ένα σημείο στο άλλο, κάνοντας το σημείο του σταυρού | |
| γυμνάζομαι Ρήμα | Άρχισε να γυμνάζεται γιατί είχε πάρει αρκετά κιλά |
| ασχολούμαι με τη σωματική δραστηριότητα για τη διατήρηση ή βελτίωση της υγείας | |
| άσκηση Η Ουσιαστικό Οι ασκήσεις | Η δασκάλα τον σήκωσε στον πίνακα για να λύσει την άσκηση των μαθηματικών |
| δραστηριότητα που απαιτεί σωματική προσπάθεια, με στόχο τη διατήρηση ή βελτίωση της υγείας | |
| επίπεδος επίθετο | Ήθελε να αποκτήσει επίπεδη κοιλιά, γι'αυτό γυμναζόταν τακτικά |
| που δεν είναι γυρτός, δεν έχει κλίση | |
| συχνά επίρρημα | Πάω συχνά στον κινηματογράφο |
| τακτικά ή συνηθισμένα | |
| μόλις | Άργησα πάλι, μόλις που προλαβαίνω το μάθημα των αγγλικών |
| μετά βίας | |
| υγιής επίθετο | Έπειτα από το ατύχημα που είχε, χάρηκε πολύ που ήταν πάλι υγιής |
| σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση | |
| σηκώνω Ρήμα | Σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει στα μάτια |
| τοποθετώ σε μια υψηλότερη θέση ή επίπεδο | |
| χαμηλώνω Ρήμα | Αισθάνθηκε μεγάλη ντροπή και χαμήλωσε το κεφάλι της |
| μετακινώ κάτι ή κάποιον σε μια κατεύθυνση, προς τα κάτω | |
| τακτικός επίθετο | Είχε κλείσει ραντεβού στα τακτικά ιατρεία του νοσοκομείου |
| χρησιμοποιείται, γίνεται ή συμβαίνει σε μια συνηθισμένη βάση | |
| χαλαρώνω Ρήμα | Έπειτα από το σοκ που πέρασε, χρειάστηκε αρκετές ώρες για να χαλαρώσει |
| είμαι λιγότερο τεταμένος ή ανήσυχος | |
| παραμένω Ρήμα | Η αεροσυνοδός παρακάλεσε τους επιβάτες να παραμείνουν στη θέση τους |
| εξακολουθώ να υφίσταμαι ή συνεχίζω μια ενέργεια | |
| επαναλαμβάνω Ρήμα | Θα πρέπει να επαναλάβετε την άσκηση αρκετές φορές |
| κάνω (κάτι) και πάλι ή περισσότερες από μία φορές | |
| επιστρέφω Ρήμα | Μετά από πολλά χρόνια παραμονής στο εξωτερικό, αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του |
| γυρίζω πίσω από ένα πρόσωπο, μέρος | |
| περιστρέφω Ρήμα | Θα πρέπει να περιστρέψω τη φωτογραφία κατά 90 μοίρες |
| μετακινώ ή προκαλώ να μετακινηθεί σε ένα κύκλο γύρω από έναν άξονα ή το κέντρο | |
| σπάνια επίρρημα | Σπάνια πηγαίνω στον κινηματογράφο, γιατί δεν μου αρέσει |
| όχι συχνά | |
| ώμος Ο Ουσιαστικό Οι ώμοι | Καθώς έπαιζε τέννις έπαθε θλάση στον ώμο |
| η άνω άρθρωση στα χέρια ενός ατόμου | |
| αργά επίρρημα | Οδηγούσε αργά και με μεγάλη προσοχή καθώς ο δρόμος ήταν πολύ επικίνδυνος |
| σε αργή ταχύτητα, όχι γρήγορα | |
| μερικές φορές | Μερικές φορές έτρεχε για να προλάβει το λεωφορείο |
| περιστασιακά | |
| δύσκαμπτος επίθετο | Το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένο ήταν δύσκαμπτο |
| που δεν είναι εύκολο να καμφθεί, άκαμπτος | |
| ζέσταμα Το Ουσιαστικό | Δεν έκανε καλό ζέσταμα πριν το παιχνίδι και τραυματίστηκε |
| ένα χρονικό διάστημα ή προετοιμασία πριν από έναν αγώνα, επίδοση ή άσκηση, ήπια άσκηση | |
|
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |
