Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
συμπτωματικά | Χθες συνάντησα συμπτωματικά στο δρόμο μια συμμαθήτρια μου από το λύκειο |
κατά τύχη, κατά λάθος |
επέτειος Η Ουσιαστικό | Γιόρτασαν για δεύτερη φορά την επέτειο του γάμου τους |
η ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα ένα γεγονός το προηγούμενο έτος |
φόντο Το Ουσιαστικό | Επέλεξαν ένα φωτεινό φόντο για να δώσει βάθος στη φωτογραφία |
το τμήμα μιας εικόνας ή σκηνή που διαμορφώνει το σκηνικό πίσω από τα κύρια στοιχεία ή αντικείμενα |
καλύτερος επίθετο | Είχε την καλύτερη σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος τον είχε μεγαλώσει |
περισσότερο ικανοποιητικός |
γενέθλια Τα Ουσιαστικό | Κάθε χρόνο στα γενέθλια του τον έπιανε μελαγχολία |
η επέτειος της ημέρας που γεννήθηκε κάποιος |
κουτί Το Ουσιαστικό Τα κουτιά | Σε ένα μικρό κουτί έκρυβε όλες του τις αναμνήσεις |
ένα δοχείο με επίπεδη βάση και πλευρές |
κάρτα Η Ουσιαστικό Οι κάρτες | Ξέχασα να ανανεώσω την κάρτα απεριορίστων διαδρομών για τα μέσα μαζικής μεταφοράς |
παχύ, σκληρό χαρτί ή χαρτόνι |
χειροτεχνία Η Ουσιαστικό | Η χειροτεχνία ήταν το αγαπημένο χόμπι του Μανώλη |
μια δραστηριότητα που περιλαμβάνει δεξιότητες του να κάνετε πράγματα με το χέρι |
τρελός επίθετο | Ήταν τρελό αυτό που έκανε, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή |
ανόητος |
δημιουργώ Ρήμα | Η σκέψη ότι θα έχανε τη μητέρα του λόγω της ασθένειάς της του δημιούργησε μεγάλο άγχος |
φτιάχνω κάτι ή κάνω να υπάρχει |
δημιουργικός επίθετο | Όταν πήρε τη σύνταξη του, προσπάθησε να οργανώσει τον χρόνο του ώστε να είναι δημιουργικός |
που σχετίζεται ή αφορά τη χρήση της φαντασίας ή πρωτότυπες ιδέες για να δημιουργήσετε κάτι |
κόβω Ρήμα | Η Ελισάβετ πήγε να καθαρίσει ένα φρούτο και έκοψε το δάκτυλό της με το μαχαίρι |
χωρίζω σε κομμάτια με ένα μαχαίρι ή κάποιο αιχμηρό αντικείμενο |
εξίσου | Είχε εξίσου παραπάνω κιλά, όπως και η αδελφή του |
ίσος σε αριθμό, ποσότητα ή αξία |
εξωτικός επίθετο | Συνήθιζαν να ταξιδεύουν σε εξωτικά μέρη ακόμη και το χειμώνα |
που προέρχεται από μια μακρινή ξένη χώρα |
γενναιόδωρα επίρρημα | Όταν έχασε τον πατέρα του, ο θείος του τον βοήθησε και του φέρθηκε πολύ γενναιόδωρα |
δείχνω ετοιμότητα και προθυμία να κάνω περισσότερα από όσα χρειάζεται |
κόλλα Η Ουσιαστικό Οι κόλλες | Θα χρησιμοποιήσω κόλλα για να κολλήσω το σπασμένο βάζο |
μια συγκολλητική ουσία που χρησιμοποιείται για να κολλήσουν δύο αντικείμενα ή υλικά μαζί |
εικόνα Η Ουσιαστικό Οι εικόνες | Ως εκ θαύματος, η εικόνα δάκρυσε και οι πιστοί πήγαν να προσκυνήσουν |
η αναπαράσταση της εξωτερικής μορφής ενός προσώπου ή πράγματος στην τέχνη |
τυχερός επίθετο | Ήταν τυχερός που σε αυτή τη δύσκολη εποχή βρήκε δουλειά |
το να έχω ή να προκύπτει κάτι από καλή τύχη |
νοικοκυρεμένα | Ο Παναγιώτης ήθελε να κάνει όλες τις δουλειές του νοικοκυρεμένα |
με τακτοποιημένο τρόπο |
προτιμώ Ρήμα | Προτιμώ περισσότερο το θέατρο από τον κινηματογράφο |
να σου αρέσει κάτι ή κάποιος περισσότερο από άλλους |
εκτυπώνω Ρήμα | Εκτύπωσε το έγγραφο έγχρωμα, σε παρακαλώ πολύ |
παράγω ένα αντίγραφο σε χαρτί πληροφοριών που είναι αποθηκευμένες σε έναν υπολογιστή |
θυμάμαι Ρήμα | Έπειτα από το σοκ που πέρασε, δεν θυμόταν τίποτα για το ατύχημα |
μπορώ ή είμαι σε θέση να φέρω στο μυαλό μου κάποιο πρόσωπο ή κάτι που συνέβη στο παρελθόν |
με ασφάλεια έκφραση | Φορούσε πάντα ζώνη για να οδηγεί με ασφάλεια |
προστατευμένος από ή μη εκτεθειμένος σε κίνδυνο ή φόβο |
ψαλίδι Το Ουσιαστικό Τα ψαλίδια | Πήρε το ψαλίδι για να κόψει το χαρτί σε δύο κομμάτια |
ένα όργανο που χρησιμοποιείται για την κοπή ενός υφάσματος, χαρτιού ή άλλου υλικού, που αποτελείται από δύο λεπίδες |
γάμος Ο Ουσιαστικό | Ο γάμος έγινε σε ένα μικρό εκκλησάκι στους πρόποδες του βουνού |
μια τελετή όπου ενώνονται δύο άνθρωποι για ολόκληρη τη ζωή τους |
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |