Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
σκούρος επίθετο | Η κα Παναγιώτα δεν θέλει ξανθά μαλλιά, θέλει σκούρα. |
χωρίς πολύ φως |
κουρέας Ο Ουσιαστικό | Ένας καλός κουρέας μου έκοψε τα μαλλιά μου. |
ένας άντρας που κόβει, πλένει και καθαρίζει τα μαλλιά |
κομμώτρια Η | Μίλησα με την κομμώτρια μου για το χρώμα και το μήκος στα μαλλιά μου. |
μία γυναίκα που κόβει, πλένει και καθαρίζει τα μαλλιά |
ζέστη Η Ουσιαστικό | Το καλοκαίρι έκοψα τα μαλλιά μου, γιατί με τα κοντά μαλλιά δεν νιώθεις τόση ζέστη. |
υψηλή θερμοκρασία |
προϊόν Το Ουσιαστικό | Στο κομμωτήριο η κα Μαρία άλλαξε το χρώμα των μαλλιών της με ένα προϊόν. |
μέσο (για το χρώμα των μαλλιών…) |
πιστολάκι Το Ουσιαστικό | Τα μαλλιά μου είναι βρεγμένα ακόμα. Θα τα στεγνώσω με το πιστολάκι. |
μικρή ηλεκτρική συσκευή για να στεγνώνει τα μαλλιά |
κομμωτήριο Το Ουσιαστικό | Αν θέλετε να κόψετε τα μαλλιά σας, πηγαίνετε σε ένα κομμωτήριο. |
μέρος όπου μπορείτε να κόψετε τα μαλλιά σας και να κάνετε ένα χτένισμα |
χτένισμα Το Ουσιαστικό | Τα μαλλιά της δεν είναι τόσο ωραία για το γάμο. Θα χρειαστεί ένα άλλο χτένισμα. |
τρόπος που φτιάχνουμε τα μαλλιά μας |
βαφή Η Ουσιαστικό | Πήγε στο κομμωτήριο ώστε να αλλάξει το χρώμα των μαλλιών της με μία βαφή. |
ουσία που αλλάζει το χρώμα στα μαλλιά |
μπούκλα Η Ουσιαστικό | Είχε ίσια μαλλιά, αλλά δεν της άρεσαν και έκανε μπούκλες. |
μαλλιά που δεν είναι ίσια |
μπικουτί Τα Ουσιαστικό | Θέλω να μου δώσεις τα μπικουτί για να φτιάξω τα μαλλιά μου μπούκλες. |
ελικοειδές αντικείμενο όπου μπορείτε να περιστρέψετε τα μαλλιά σας γύρω από αυτό για να κάνετε μπούκλες |
τάση της μόδας Η Ουσιαστικό | Όλοι θέλουμε να είμαστε λεπτοί: έχει γίνει πλέον τάση της μόδας |
αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν όμορφο ή το ακολουθούν |
περμανάντ Ουσιαστικό | Παλαιότερα οι κυρίες ήταν λάτρεις των περμανάντ, ήθελαν να έχουν μπούκλες |
κάτι που κάνει τα μαλλιά μας μπούκλες |
κόψιμο Το Ουσιαστικό | Εάν κουραστήκατε από τα μαλλιά σας, μπορείτε να ρωτήσετε τον κομμωτή σας για ένα νέο κόψιμο |
κούρεμα |
τοποθετώ Ρήμα | Τοποθετήστε τα γυαλιά μου στο κομοδίνο. |
βάζω κάτι σε μία θέση |
εγγόνια Τα Ουσιαστικό | Θέλω ένα εγγονάκι. Ας ελπίσουμε ότι η κόρη μου θα κάνει σύντομα ένα μωρό! |
παιδί του γιου ή της κόρης σας |
εγγονή Η Ουσιαστικό | Η κα Μαρία πηγαίνει κάθε μέρα βόλτα με την εγγονή της. |
κόρη του γιου ή της κόρης σας |
εγγονός Ο Ουσιαστικό | Το ποδόσφαιρο είναι το αγαπημένο παιχνίδι με τον εγγονό του. |
γιος του γιου ή της κόρης σας |
έτη Τα Ουσιαστικό | Η κυρία Ελισάβετ είναι 80 ετών σήμερα. |
τα χρόνια που έχουν περάσει |
λάτρης επίθετο | Είναι πολύ νόστιμο το κέικ σου, είμαι λάτρης του! |
που αγαπά κάτι |
δώρο Το Ουσιαστικό | Πήρα πολλά δώρα για τα γενέθλιά μου. |
συσκευασία, δώρο |
κέικ Το Ουσιαστικό | Στα γενέθλιά μου, θέλω να φάω ένα μεγάλο κέικ με φρούτα και κρέμα σαντιγί. |
νόστιμο γλυκό |
ημερομηνία γέννησης Η Ουσιαστικό | Γεννήθηκα στις 29 Φεβρουαρίου, οπότε τα γενέθλιά μου είναι μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. |
η ημέρα που γεννηθήκατε |
αγαπημένο επίθετο | Το μωβ είναι το αγαπημένο μου χρώμα. |
που αγαπάς πιο πολύ |
γιορτή Η Ουσιαστικό | Γιορτάζουμε γιατί είναι τα γενέθλιά της! |
κάνω ένα πάρτι, γιατί συμβαίνει κάτι |
(μου) αρέσει | Μου αρέσει πολύ η σοκολάτα, είναι πολύ γλυκιά |
όταν κάτι είναι εύγεστο ή όμορφο |
τμήμα Το Ουσιαστικό | Ο γιατρός είναι πολύ καλός και εργάζεται στο τμήμα Επειγόντων Περιστατικών. |
μέρος μίας εταιρείας ή ιδρύματος |
φροντιστής Ο Ουσιαστικό | Ο φροντιστής δίνει στους ηλικιωμένους το μεσημεριανό τους. |
άνθρωπος, ο οποίος εξασφαλίζει ότι θα πάρουν οι υπόλοιποι ότι χρειάζονται |
νοσοκόμα Η Ουσιαστικό | Η νοσοκόμα έντυσε την ηλικιωμένη γυναίκα. |
γυναίκα που εξασφαλίζει ότι ο ασθενής θα πάρει τα φάρμακά του ή ό,τι χρειάζεται |
ένοικος Ο/η | Οι ένοικοι του οίκου ευγηρίας είναι οι ηλικιωμένοι. |
άνθρωπος που ζει σε μία συγκεκριμένη θέση |
κέντρο φροντίδας Το Ουσιαστικό | Σε ένα κέντρο φροντίδας φροντίζουν τους ηλικιωμένους. |
μέρος όπου πάνε άνθρωποι που δεν μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους μόνοι τους |
διαμονή Η Ουσιαστικό | Η διαμονή μου στο ξενοδοχείο δεν ήταν τόσο καλή. |
μένω κάπου για λίγο |
πολύ καιρό πριν έκφραση | Πολύ καιρό πριν, ο ηλικιωμένος ήταν ακόμη νέος. |
πριν από αρκετά χρόνια |
μεθαύριο | Μεθαύριο πάμε ταξίδι! Κοιμηθείτε δύο νύχτες! |
σε δύο ημέρες |
όσο το δυνατόν συντομότερα έκφραση | Θα πρέπει να πάμε όσο το δυνατόν συντομότερα στο νοσοκομείο. |
όσο πιο γρήγορα γίνεται |
στη συνέχεια έκφραση | Στη συνέχεια θα είμαι καλύτερος στη δουλειά μου. |
στο μέλλον |
Τετάρτη Η Ουσιαστικό | Είναι Τετάρτη, έμειναν δύο μόλις μέρες για το σαββατοκύριακο. |
Τρίτη ημέρα της εβδομάδας |
στιγμή η Ουσιαστικό | Μία στιγμή, έρχομαι! |
μία φορά, σε σύντομο χρονικό διάστημα |
χάνω Ρήμα | Σε έχασα όταν πήγες διακοπές! |
διαπιστώνω ότι κάποιος ή κάτι δεν υπάρχει |
περιμένω Ρήμα | Περιμένω μία ώρα στη στάση το λεωφορείο. |
μένω κάπου για κάποιον ή κάτι |
τρύπα Η Ουσιαστικό Οι τρύπες | Υπάρχει μία τρύπα στην κάλτσα μου και το πόδι μου κόλλησε μέσα! |
ένα άνοιγμα ή ένας ανοικτός χώρος |
τηλεφώνημα Το Ουσιαστικό Τα τηλεφωνήματα | Ένα τηλεφώνημα δεν κοστίζει όσο παλιά. |
μία συνομιλία μέσω τηλεφώνου |
ημερολόγιο Το Ουσιαστικό Τα ημερολόγια | Αύριο θα πάω στο κομμωτήριο. Για να θυμάμαι αυτό το γεγονός, θα το γράψω στο ημερολόγιό μου |
ένα φυλλάδιο με όλες τις ημέρες του έτους, όπου μπορείτε να γράψετε ραντεβού |
καλώ Ρήμα | Θα καλέσω το γιατρό για να κλείσω ραντεβού. |
επαφή μέσω τηλεφώνου |
χαιρετώ Ρήμα | Όταν πήγα στο κομμωτήριο, η υπεύθυνη με χαιρέτησε. |
λέω ένα γεια |
επισκέπτομαι Ρήμα | Η κυρία Ελισάβετ έχει να δει τα εγγόνια της πολύ καιρό, δεν την έχουν επισκεφθεί. |
πηγαίνω κάπου για λίγο |
βοήθεια Η Ρήμα | Επειδή δεν μπορώ να μαγειρέψω, μου προσφέρει βοήθεια η κόρη μου. |
βοηθάω κάποιον σε κάτι |
προσπαθώ Ρήμα | Προσπαθώ να βρω δουλειά, αλλά λόγω της κρίσης είναι δύσκολο. |
κάνω κάτι, δύσκολο να το καταφέρω |
ζητάω βοήθεια έκφραση | Εάν δεν μπορείς να το κάνεις μόνος σου, θα πρέπει να ζητήσεις βοήθεια. |
ζητάω από κάποιον να με υποστηρίξει, για να κάνω κάτι που δεν μπορώ |
υπηρετώ Ρήμα | Τον υπηρετούσε όλα του τα χρόνια και δεν παραπονέθηκε ποτέ για την άσχημη συμπεριφορά του |
είμαι υπό την υπηρεσία κάποιου |
λοιπόν | Λοιπόν, εγώ θέλω να σας πω κάτι…. |
(αυτή η λέξη χρησιμοποιείται πολλές φορές στην αρχή μίας πρότασης, όταν κάποιος λέει κάτι) |
δωρεάν | Έκανε την εξέταση δωρεάν στο δημόσιο νοσοκομείο. |
χωρίς πληρωμή |
άψογα | Το σπίτι είναι άψογα τακτοποιημένο και καθαρό. |
τέλεια |
απόδραση Η Ουσιαστικό | Κάθε Σαββατοκύριακο έκαναν μία μικρή απόδραση σε κοντινούς προορισμούς |
πηγαίνω κάπου για διακοπές, μακριά |
άδεια Η Ουσιαστικό Οι άδειες | Θα πάρω άδεια και θα πάω διακοπές στην Αμερική. |
διακοπές, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν δουλεύω |
αποκατάσταση Η Ουσιαστικό | Έκανε κάθε μέρα ασκήσεις αποκατάστασης για να μπορέσει να περπατήσει πιο γρήγορα. |
περίοδος μετά από επέμβαση ή ατύχημα |
επαναλαμβάνω Ρήμα | Επειδή δεν άκουσα, μπορείτε να επαναλάβετε, παρακαλώ; |
κάνω ή λέω κάτι πάλι |
σημειώνω Ρήμα | Να σημειώνετε τα σημαντικά πράγματα στο ημερολόγιό σας. |
γράφω στο χαρτί κάτι για να το θυμάμαι |
πιθανώς | Πιθανώς θα πάρω λουλούδια για τα γενέθλιά μου. |
προφανώς |
λόγος Ο Ουσιαστικό | Ποιος είναι ο λόγος που έχει κατάθλιψη; |
γιατί κάποιος κάνει κάτι, η αιτία |
μοιάζω Ρήμα | Μοιάζετε με μία γνωστή μου, θα έλεγα ότι είστε η ίδια |
θυμίζω κάποιον ή κάτι |
είναι θέμα χρόνου | Είναι θέμα χρόνου να βρούνε το δράστη της ληστείας |
θα γίνει κάτι άμεσα |
ομαλή κατάσταση έκφραση | Όλα καλά; Ναι, η κατάσταση του είναι ομαλή. |
σε καλό δρόμο |
κάθομαι Ρήμα | Στην εκκλησία καθόμαστε πολύ ήυχα |
δεν κινούμαι |
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |