Λεξιλόγιο |
Λεξιλόγιο
| βιβλίο Το Ουσιαστικό Τα βιβλία | Όταν πήγα για διακοπές στη Ρώμη, αγόρασα ένα βιβλίο ιστορίας |
| ένα γραπτό ή εκτυπωμένο έργο που αποτελείται από σελίδες κολλημένες ή ραμμένες μεταξύ τους | |
| κάρτα Η Ουσιαστικό Οι κάρτες | Ο γιατρός έδωσε την κάρτα στον ασθενή για να πάρει τηλέφωνο και να κλείσει ραντεβού |
| αναγράφει το όνομα και άλλες λεπτομέρειες ενός ατόμου ως μέσο ταυτοποίησης | |
| αλλαγή Η Ουσιαστικό Οι αλλαγές | Η ξαφνική αλλαγή του καιρού επιδείνωσε την κατάσταση του |
| γίνομαι διαφορετικός | |
| ψυχρό επίθετο | Επειδή ήρθε από τη Νότια Αφρική, το ψυχρό κλίμα τον ταλαιπώρησε |
| κάτι που είναι κρύο άβολα ή δυσάρεστα | |
| χώρα Η Ουσιαστικό Οι χώρες | Τον στεναχωρούσε η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της χώρας του |
| ένα έθνος με δική του κυβέρνηση που καταλαμβάνει μια συγκεκριμένη περιοχή | |
| διαφορετικός επίθετο | Παρόλο που ήταν δίδυμοι, είχαν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα |
| που δεν είναι ίδιος με κάτι άλλο, σε αντίθεση με τη φύση, τη μορφή ή την ποιότητα | |
| ενέργεια Η Ουσιαστικό Οι ενέργειες | Εξαιτίας της πολλής πίεσης στη δουλειά, αγόρασε από το φαρμακείο βιταμίνες για περισσότερη ενέργεια |
| η δύναμη και η ζωτικότητα που απαιτείται για διαρκή σωματική ή πνευματική δραστηριότητα | |
| φέρω Ρήμα | Η Ελισάβετ πήγε στη λαϊκή και μου αγόρασε πορτοκάλια |
| πηγαίνω κάπου και στη συνέχεια φέρνω πίσω κάποιον ή κάτι | |
| βαρύς επίθετο | Είχε τη μέση του και δεν μπόρεσε να σηκώσει το βαρύ αυτό αντικείμενο |
| μεγάλου βάρους, δύσκολο να μεταφερθεί κάτι | |
| πολλοί επίθετο | Στην πορεία συμμετείχαν πολλοί συνταξιούχοι, καθώς υπήρξε μείωση της σύνταξής τους |
| ένας μεγάλος αριθμός από | |
| μετάλλιο Το Ουσιαστικό Τα μετάλλια | Έπειτα από την καλή προσπάθεια στον αγώνα πυγμαχίας κέρδισε επάξια το μετάλλιο |
| ένας μεταλλικός δίσκος συνήθως στο μέγεθος ενός μεγάλου νομίσματος, για κάποιο επίτευγμα | |
| αναμενόμενος επίθετο | Με την φαρμακευτική αγωγή που του χορηγήθηκε, ήταν αναμενόμενο ότι η ανάρρωση θα ήταν γρήγορη |
| που μπορεί να προβλεφθεί, λέω ότι κάτι θα συμβεί στο μέλλον | |
| πορτοφόλι Το Ουσιαστικό Τα πορτοφόλια | Εκεί που περπατούσε, της έπεσε το πορτοφόλι της |
| ένα μικρό σακουλάκι από δέρμα ή πλαστικό που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χρημάτων, συνήθως από μια γυναίκα | |
| αδιάβροχο Το Ουσιαστικό Τα αδιάβροχα | Να πάρεις το αδιάβροχο μαζί σου, γιατί ο καιρός φαίνεται βροχερός |
| ένα μακρύ παλτό σχεδιασμένο για την προστασία από την βροχή | |
| κασκόλ Το Ουσιαστικό Τα κασκόλ | Πριν βγει έξω από το σπίτι, φόρεσε το κασκόλ της γιατί είχε πολύ κρύο |
| ένα μακρύ ύφασμα που φοριέται γύρω από το λαιμό ή το κεφάλι για ζεστασιά ή τάση της μόδας | |
| μαζί | Πήγε για καφέ μαζί με τον αδελφό της |
| με ή κοντά με κάποιο άλλο άτομο ή άτομα | |
| ομπρέλα Η Ουσιαστικό Οι ομπρέλες | Η ομπρέλα την προφύλαξε από τη δυνατή βροχή |
| ένα αντικείμενο για την προστασία από τη βροχή, αποτελείται από ένα κυκλικό κάλυμμα και μια κεντρική ράβδο | |
| καιρός Ο Ουσιαστικό | Άκουσα ότι θα είναι άσχημος ο καιρός τις επόμενες ημέρες |
| η κατάσταση της ατμόσφαιρας σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο (βροχή, χιόνι, ήλιος ζέστη, κ.λπ.) | |
| άνεμος Ο Ουσιαστικό Οι άνεμοι | Λόγω των θυελλωδών ανέμων, δεν μπόρεσε να ταξιδέψει με το πλοίο γιατί είχε απαγορευτικό |
| η αισθητή φυσική κίνηση του αέρα, ειδικά με τη μορφή ενός ρεύματος | |
|
Project number: 543336-LLP-1-2013-1-DE-KA2-KA2MP - This project has been funded with support from the European Commission. This publication [communication] reflects the views only of the author, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein. |
